Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χητίζω — pres subj act 1st sg χητίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χητίζω — Α χατίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού ρ. χατίζω, ο οποίος εμφανίζει μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν τής ρίζας *ghē (βλ. λ. χατέω)] … Dictionary of Greek